ὀλιγότεκνος

ὀλιγότεκνος
ὀλῐγό-τεκνος, ον,
A = ὀλιγόπαις, Max. Tyr.6.1 ([comp] Sup.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ολιγότεκνος — η, ο (ΑΜ ὀλιγότεκνος, ον) αυτός που έχει λίγα τέκνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ τεκνος] …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγοτεκνότατος — ὀλιγότεκνος masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοτέκνους — ὀλιγότεκνος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • ολιγοτεκνία — η (Α ὀλιγοτεκνία) [ολιγότεκνος] το να έχει κάποιος λίγα παιδιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”